ακατάθετος

ακατάθετος
-η, -ο
1. αυτός που δεν τοποθετήθηκε κάτω: Ο θεμέλιος λίθος έμεινε ακατάθετος.
2. (για έγγραφα ή χρήματα), αυτός που δεν κατατέθηκε για φύλαξη ή για να δώσει τόκο: Τα έγγραφα έμειναν έτσι ακατάθετα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακατάθετος — η, ο [καταθέτω] αυτός που δεν έχει κατατεθεί σε τράπεζα, συμβολαιογραφείο κ.λπ. «ακατάθετα χρήματα», «ακατάθετη διαθήκη» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”